Σαμογέτες

Σαμογέτες
Πληθυσμός, άλλοτε πολυάριθμος, που ανήκει στον ουραλοαλταϊκό κορμό και ασχολείται με τη νομαδική κτηνοτροφία ταράνδων. Σήμερα οι Σ. ζουν στην αυτόνομη επαρχία Νόιετς (Νόιετς είναι το εθνικό όνομά τους) και στη λεκάνη του κάτω ρου του Ομπ. Οι πρώτοι έχουν υιοθετήσει κατά μεγάλο μέρος τα ρωσικά έθιμα· οι δεύτεροι, στους οποίους επιζούν οι αρχαίες παραδόσεις, ζουν, αντίθετα, ακόμα σε νομαδική κατάσταση. Η πατροπαράδοτη ενδυμασία των Σ. είναι από δέρμα ταράνδου και αποτελείται από ένα παντελόνι και ένα ή δύο χιτώνια ανάλογα με την εποχή· στο κεφάλι φορούν μια κουκούλα, που οι γυναίκες στολίζουν συχνά με γυάλινες χάντρες ή μεταλλικούς δίσκους. Μεταξύ των νομάδων Σαμογετών είναι πολύ διαδομένες οι μαγικές πρακτικές που εκτελούνται από τους σαμάνους· ο γάμος γίνεται υπό μορφή απαγωγής και στη γυναίκα έχει ανατεθεί, εκτός από τις οικιακές ασχολίες, και το λύσιμο και στήσιμο της σκηνής. Το μοναδικό πρόσωπο που έχει γόητρο στη φυλή είναι ο σαμάνος, εξαιτίας των μαγικών του δυνάμεων. Όταν ένας Σαμογέτης πεθάνει, τυλίγεται σ’ ένα δέρμα ταράνδου και θάβεται κάτω από το χιόνι το χειμώνα ή κάτω από ένα σωρό κλαδιών και χώματος το καλοκαίρι, ενώ οι τάρανδοι που χρησιμοποιήθηκαν για τη μεταφορά του πτώματος θυσιάζονται στον τάφο. Όταν κάποιος συγγενής περνά κοντά από τον τάφο, θυσιάζει ένα τάρανδο.
* * *
οι, Ν
ανθρωπ. μογγολοειδής πληθυσμός τής Σιβηρίας εγκατεστημένος στην τούντρα, στον κάτω ρου τού ποταμού Ομπ, αλλ. Νενέτοι ή Νένετς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σαμογετικός — ή, ό [Σαμογέτες] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Σαμογέτες 2. φρ. «σαμογετικές γλώσσες» γλωσσ. ομάδα γλωσσών που μιλιούνται στην Σιβηρία και στην σοβιετική Αρκτική και οι οποίες, μαζί με τις φιννο ουγγρικές γλώσσες, συγκροτούν την… …   Dictionary of Greek

  • Αρκτικός ωκεανός — Θαλάσσια έκταση (13.980.000 τ.χλμ.) που εκτείνεται στην περιοχή του Βόρειου Πόλου και περιβάλλεται κατά μεγάλο μέρος από στεριά· βρέχει τις βόρειες περιοχές της Ασίας, της Ευρώπης και της Αμερικής. Τα όριά του είναι σαφή προς την πλευρά του… …   Dictionary of Greek

  • Λάπωνες — (λαπ. Saami). Εθνολογική ομάδα που αποτελείται από ανθρώπους που κατοικούν στο απώτατο βόρειο άκρο της ευρωπαϊκής χερσονήσου, στην ιστορική γεωγραφική περιοχή της Λαπωνίας (βλ. λ.). Πιο συγκεκριμένα, οι Λ. κατοικούν στο βόρειο τμήμα της… …   Dictionary of Greek

  • παλαιοσιβηρική φυλή — Ομάδα πληθυσμών που αποτελούν υπόλειμμα των προμογγολικών γενών της κεντρικής και βόρειας Ασίας· σήμερα απαντάται στο σιβηρικό τμήμα της ασιατικής ηπείρου, ιδιαίτερα ανάμεσα στους Τσούκτσους, Σαμογέτες, Ορόκους και Γενισεϊανούς. Τα χαρακτηριστικά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”